σκαντζάρω

σκαντζάρω
Ν
ναυτ. α) αλλάζω, αντικαθιστώ
β) (κυρίως για άνδρες τής φρουράς ή ναυτικούς σε υπηρεσία) μπαίνω στη θέση κάποιου άλλου, αλλάζω βάρδια ή σκοπιά με κάποιον άλλο («νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει. / Σκαντζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη», Ν. Καββαδίας)
γ) μεταβάλλω τη θέση ορισμένων δοκαριών που συγκρατούν τα πανιά τού πλοίου ή τά τραβώ προς την άλλη πλευρά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scansare «φεύγω, απομακρύνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαντζάρω — σκαντζάρω, σκάντζαρα και σκαντζάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαντζάρω — σκάντζαρα (λ. ιταλ.), αλλάζω βάρδια, αντικαθιστώ τους ναύτες που βρίσκονται σε υπηρεσία με άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαντζάρισμα — το, Ν [σκαντζάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαντζάρω …   Dictionary of Greek

  • σκάντζα — η, Ν [σκαντζάρω] 1. ναυτ. α) αλλαγή, αντικατάσταση β) μεταβολή τών ολκών ή πλαγιαστήρων ή τών προπόδων, ιδίως κατά τις αναστροφές 2. φρ. «σκάντζα βάρδια» ναυτ. αλλαγή βάρδιας, αλλαγή σκοπιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”