- σκαντζάρω
- Νναυτ. α) αλλάζω, αντικαθιστώβ) (κυρίως για άνδρες τής φρουράς ή ναυτικούς σε υπηρεσία) μπαίνω στη θέση κάποιου άλλου, αλλάζω βάρδια ή σκοπιά με κάποιον άλλο («νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει. / Σκαντζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη», Ν. Καββαδίας)γ) μεταβάλλω τη θέση ορισμένων δοκαριών που συγκρατούν τα πανιά τού πλοίου ή τά τραβώ προς την άλλη πλευρά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scansare «φεύγω, απομακρύνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.